23 December 2010

Dionysos Encradled


Great night, mother-night among the nights of the ages, cradle of the Titans' offspring,
you who pour your snow swift and thick this evening
between me and the outside world, closing me
alone in my unviolated sentry box
(upright coffin where, my limbs frozen, I keep
unsleeping watch on the frontiers of time):

Mother-night, in Your silence, as I feel
my heart waning -- for everything sleeps: the earth beneath
my feet, the deep sky above me, and only
the Serpent of the Abyss seems to be awake,
and not even my breath's vapor rises
from my lips, which death waits ready to close --
suddenly I think I hear, low, wavering,
the cry of a baby, and I ask myself:
"Is God, eternal God, being born again
tonight as a young child?"

But, Mother-night,
in vain I strain my ears to catch, behind
this cry, perhaps the sound of dogs moving
in the fold at Bethlehem, and in vain
I strain my eyes to see the angelic host or,
lower down, shepherds' fires piercing the darkness.

But as clouds cover the clouds and everything
is wrapped silently in the snow's winding sheet,
I hear - - long, doleful, blood-curdling -- the howl of wolves
invade you, hear swift packs of wolves go by,
a whole long army climbing through the snow;
yet as once more your silence suddenly fills you,
again I put the same question to myself.

And in answer, as if a whirlwind's savage blast
shatters the wall of silence that enfolds me,
legions of the dead, their winding sheets the same
snow that covers up their tracks, throng all around me,
throng like hordes of prisoners who have smashed
their prison walls, like madmen who have found
suddenly that their asylum door has been burst
wide open by the storm, and pouring out
into the night, have scattered helter-skelter;
and all those dead, grieving, seem to say:
"Truly the eternal God is being born
again tonight as a young child . . . But tell us:
where are the sentinels to keep watch on the sacred
frontiers, to save the child from the wolves?"

This, Mother-night, is the harsh voice I seem to hear
inside me; and as suddenly the whole
world-creating sistrum vibrates in my heart,
I plunge, Night, cradle of the Titans' offspring,
inspired by Your hidden pulse, each beat an age,
into the darkness to summon the companions;
into the darkness I plunge, over snow and tombs,
and with these words I call them at the crossroads:

"My sweet child, my Dionysus and my Christ:
though You have come into the world today, a young Titan,
You have no mother's arms to keep You warm.
For You are the son of the night around us,
of this night, and son of our unsleeping hearts
which, spark of life in the frozen chaos,
fight now with death itself, with our own death
and that of the whole world. And we know,
young Titan, that if You fail tonight to fasten
onto our hearts, to drink their blood drop by drop,
tomorrow You too will be among the dead.
But we hold it better to stay buried
in the upright coffins that freeze our limbs
than for Your pulse to stop in the darkness,
along with all the rest that swell the herd
of indescribable violence, and for savage wolves
from far off to catch the scent of Your cradle.

But as Your cradle is the shield of shields,
so we, Corybantes, began to circle
around it, to dance our last dance, beating our swords
on our own shields to drive the wolves from You.
The whole night through we'll dance around You,
and however long the night, we'll dance until
the ghouls of the dark have fled, and Your voice --
God's voice that rises out of sleep, voice
of the "great intoxication" -- suddenly calls
the dead into the sun's warmth, while above Your cradle
bends the shadow of Your single mighty Vine,
sweet child, our Dionysus and our Christ."

               Angelos Sikelianos
               25 December 1941






Διόνυσος επί Λίκνω
Νύχτα μεγάλη, νύχτα μάννα μές των αιώνων
τις νύχτες, νύχτα κούνια των τιτάτων
βρεφών, π’ απόψε ρίχνεις κι΄ όλο ρίχνεις
το χιόνι Σου γοργό, πυκνόν, ανάμεσό μου
κι’ ανάμεσα του κόσμου, κλείνοντας με
μονάχο στην απάτητη σκοπιά μου
(όρθιο κυβούρι, που με μέλη παγωμένα
Βιβλίζω ακοίμητος τα σύνορα του χρόνου).


Νύχτα – μητέρα, στη σιωπή Σου, ενώ λογιάζω
πως πάει να σβήσει μες στα στήθη μου η καρδιά μου
τι υπνώσαν όλα, η γη στα πόδια μου αποκάτου,
βαθειά τα ουράνι’ απάνωθέ μου κι’ αγρυπνάει
θαρρώ, στα τάρταρα μονάχα ο Βύθιος Δράκων
και πια απ’τα χείλη μου μπροστά δεν αναφαίνει
μηδέ του χνώτου μου ο αχνός, μα να τα κλείσει
παραμονεύει ο θάνατος μου, αιφνίδια, λέω
μικρού παιδιού πως αγρικιέμαι κάποιο κλάμμα
αλαργινό, τρεμάμενο κι αναρωτιέμαι:
«Τάχα παιδί γεννιέται απόψε πάλι, νέο
ο από αιώνων θεός;»

Αλλ’ ώ μητέρα
Νύχτα, μάταια στηλώνω την ακοή μου
πίσω απ’ το κλάμμ’ αυτό μήπως αδράξω
στ’ αυτί μου βάδισμα σκυλιών μακρά σε στάνη
της Βηθλεέμ και μάται’ ανοίγω τη ματιά μου
μη ιδώ αρχαγγέλων σύναξη πυκνώ, ή πιο κάτου
φωτιά τσοπάντων να τρυπάει τα μαύρα σκότη.
Αλλ’ ως τα νέφη αποσκεπάζονται από νέφη
κι΄ όλα το χιόνι σιωπηλά τα σαβανώνει
λύκων ακούει ουρλιάσματα να Σε γεμίζουν.

Θρηνητικά, μακρόσυρτα, στριγγά, μεγάλα
λύκων ακούω γοργά κοπάδια να περνούνε
μακρύς στρατός που διασκελάει μες απ’ τα χιόνια
μα, ως ξαφνικά γυρίζεις πίσω στη σιωπή Σου
ξαναρωτιέμαι το ίδιο ρώτημα βαθειά μου.
Κι απάντηση μου ως να γκρεμίζεται το τείχος
που με κυκλώνει της σιγής, σ’ άγριου στροβίλου
το αιφνίδιο ξέσπασμα, ντυτοί για σάβανά τους
το ίδιο το χιόνι που το αχνάρι τους επήρε
μύριοι νεκροί τριγύραθέ μου, σ’ άμπως μύριοι
φυλακισμένοι που γκρεμίσανε τα τείχη
της φυλακής τους, σαν τρελλοί που ξάφνου βρήκαν
από τη θύελλαν ανοιχτή πλατειά μία θύρα
του έρμου σπιτιού τους κι’ όλοι ορμώντας προς τη νύχτα
εδιασκορπίσανε στο διάστημα, με θρήνους
πνιχτούς στο κρύφιο ξάφνου ρώτημα μου ετούτο
με μία φωνή λογιάζω τώρα να μου λένε:
«Παιδί γεννιέται απόψε, αλήθεια, νέο
ο απ’ αιώνων θεός μα που οι φρουροί ναι
που στ’ άγια σύνορα αγρυπνάνε από τους λύκους
να διαφεντέψουνε το θείο βρέφος, πέ μας που είναι;»



Τέτοια, λογιάζω, ακούω, μητέρα – Νύχτα,
στα βάθη μου άμετρη φωνή κι’ ως άξαφνα όλο
το κοσμογόνο ν’ αντηχάει βαθειά το σείστρο
μες στην καρδιά μου, νύχτα κούνια των Τιτάτων
βρεφών, ανεβασμένος στον παλμό Σου
το μυστικό, που κάθε χτύπος του κι’ αιώνας
στα σκότη ορμώ για να φωνάξω τους συντρόφους
στα σκότη ορμώ, πάνω από χιόνια κι’ από τάφους
και τέτοια λέγοντας στα τρίστρατα τους κράζω:

«Γλυκό μου βρέφος Διόνυσε μου και Χριστέ μου,
τιτάνας νέος κι’ αν ήρθες σήμερα στον κόσμο
μάννας δεν έχεις αγκαλιά να Σε ζεστάνει
τί είσαι της Νύχτας τούτης γιος που μας κυκλώνει,
της Νύχτας τούτης και της άγρυπνης καρδιάς μας
που σπίθα ζωής μέσα στο χάος το παγωμένο
παλεύει απόψε με το θάνατο του κόσμου!
Κι΄ά, το κατέχουμε, π’ άν ίσως, νέε Τιτάνα.
απ’ την καρδιά μας δεν πιαστείς τη Νύχτα τούτη
να της βυζάξει στάλα-στάλα όλο το αίμα
αύριο και Συ με τους νεκρούς θα να λογιέσαι.


Μα κάλλιο τ’ ώχουμε να μείνουμε θαμμένοι
στα ορθά κυβούρια, που τα μέλη μας παγώνουν
παρά ο παλμός Σου να σβηστεί μες στα σκοτάδια,
μ’ όλους τους άλλους που πληθαίνουν το κοπάδι
της ακατάγραφης οργής κι΄ οι άγριοι λύκοι
από μακράθε να ‘οσμιστούνε την κουνιά Σου!
Μα ως η κουνιά Σου είν’ η ασπίδα των ασπίδων
κι’ εμείς Κορύβαντες τριγύρα της κινάμε
για να ορχηθούμε τον πυρρίχιο το στερνό μας
στην ίδια ασπίδα μας τις σπάθες μας χτυπώντας
από κοντά σου ν’ αποδιώξουμε τους λύκους!
Ολονυχτίς θα να ορχηθούμε γύραθέ Σου
κι’ όσο κι’ αν είνε η νύχτα τούτη να κρατήσει
εμείς θα ορχιούμαστε ως την ώρα που τα σκιάχτρα
του σκοταδιοόυ θα’ χουνε φύγει κι’ η φωνή Σου,
φωνή θεού π’ ανασηκώνετ’ απ’ τον ύπνο,
φωνή «μεθύοντος ισχυρού» θα να καλέσει
στη ζέστα του ήλιου ξαφνικά τους πεθαμένους
ενώ από πάνω από την κούνια Σου θα γέρνει
η σκιά της μιας Σου παντοδύναμης Αμπέλου
γλυκό μας βρέφος, Διόνυσε μας και Χριστέ μας!»

Αγρυπνία των Χριστουγέννων
25 Δεκεμβρίου 1941
Άγγελος Σικελιανός





Translation by Edmund Keeley and Phillip Sherrard.
Thanks to Babis Tzouramanis for finding the Greek text for me.


1 comment:

I will not publish Anonymous comments.